- ευποιητικός
- εὐποιητικός, -ή, -όν (Α) [ευποίητος]1. αυτός που είναι πρόθυμος να ευεργετεί, ο ευεργετικός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐποιητικόνη ευεργεσία3. αστρολ. η ευεργετική δύναμη τών πλανητών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐποιητικός — disposed to do good masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικόν — εὐποιητικός disposed to do good masc acc sg εὐποιητικός disposed to do good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικοῖς — εὐποιητικός disposed to do good masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικοί — εὐποιητικός disposed to do good masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικούς — εὐποιητικός disposed to do good masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικῆς — εὐποιητικός disposed to do good fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικῇ — εὐποιητικός disposed to do good fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητική — εὐποιητικός disposed to do good fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικήν — εὐποιητικός disposed to do good fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικῶς — εὐποιητικός disposed to do good adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)